άκοιλα

άκοιλα
(acoela). Μικροσκοπικά σκουλήκια χωρίς πεπτικό σωλήνα. Ζουν στη θάλασσα και η πέψη της τροφής γίνεται μέσα σε ειδικό χώρο, που σχηματίζεται από την ένωση των ενδοδερμικών κυττάρων. Δεν έχουν μυϊκό φάρυγγα, ούτε εκκριτικά όργανα και το νευρικό τους δίκτυο είναι διάχυτο. Ένα είδος που ζει σε αμμώδεις ακτές περιοχών με μεγάλη παλίρροια, παρουσιάζει την ακόλουθη ιδιομορφία: μέσα στον σπογγώδη ιστό του ζουν φυκοειδή κύτταρα, τα οποία παρέχουν με τη φωτοσύνθεση προϊόντα ικανά να το θρέψουν. Ένα άλλο είδος, πολύ σπάνιο πια, τρέφεται αποκλειστικά με πλαγκτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄκοιλα — ἄκοιλος not hollow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοιλος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά. 2. το ουδ. ως ουσ. στον πληθ., τα άκοιλα ομάδα θαλάσσιων σκουληκιών χωρίς εντερικό σωλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”